πεντάμυρον

πεντάμυρον
πεντάμυρον
ointment
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντάμυρον — και δ. γρφ. πεντάμοιρον, τὸ, ΜΑ είδος μύρου από πέντε αρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μύρον. Η λ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πεντάμοιρον] …   Dictionary of Greek

  • πενταμύρου — πεντάμυρον ointment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

  • πεντάμοιρον — τὸ, Α βλ. πεντάμυρον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”